- υπέρφρων
- -ον, Α1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.)2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρονγενναιοφροσύνη4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφροναπολύ υπερήφανα, αλαζονικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πρό-φρων].
Dictionary of Greek. 2013.